- συμπαθητικός
- -ή, -ό / συμπαθητικός, -ή, -όν, ΝΜ, θηλ. και συμπαθητικιά Ννεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που συγκεντρώνει τη συμπάθεια, συμπαθής («συμπαθητική κοπέλα»)2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί συμπάθεια, ενδιαφέρον («συμπαθητικό τραγούδι»)3. φρ. α) «συμπαθητικό νευρικό σύστημα»(ανατ.-φυσιολ.) τμήμα τού αυτόνομου νευρικού συστήματος, τού οποίου οι προγαγγλιακές ίνες εκπορεύονται από τη θωρακική μοίρα και τα τρία πρώτα μυελοτόμια τής οσφυϊκής μοίρας τού νωτιαίου μυελούβ) «συμπαθητική μελάνη»χημ. μελάνη, αφανής κατά τη γραφή, που γίνεται όμως εμφανής με ορισμένη χημική επεξεργασίαγ) «συμπαθητικός χρωματισμός»βιολ. η ιδιότητα ορισμένων ζώων να προσαρμόζουν τον χρωματισμό τους ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο ζουνμσν.αυτός που κατέχεται από τα ίδια με κάποιον άλλο αισθήματαεπίρρ...συμπαθητικά / συμπαθητικῶς ΝΜνεοελλ.1. με συμπαθητικό τρόπο, με τρόπο που προξενεί συμπάθεια («χορεύει πολύ συμπαθητικά»)2. με ερωτικό ενδιαφέρονμσν.με συμμετοχή στον ξένο πόνο, στην λύπη τού άλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαθῶ. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. sympathetic)].
Dictionary of Greek. 2013.